- κεράτωση ή κερατίνωση
- Δερματική νόσος. Χαρακτηρίζεται από περιγεγραμμένη πάχυνση της κερατίνης στιβάδας της επιδερμίδας και οφείλεται σε υπερπλασία (έντονη ανάπτυξη) ή σε αυξημένη συνοχή της. Το δέρμα, που προσβάλλεται από κ., απολεπίζεται πέντε ή δέκα φορές πιο αργά από το υγιές. Υπάρχουν διάφορες μορφές κ. Οι κυριότερες από αυτές είναι η συγγενής κ., η οποία οφείλεται σε ανωμαλίες κατά τη διάρκεια της κερατινοποίησης, η επίκτητη κ., που εμφανίζεται με διάφορες γενικές ή τοπικές εξεργασίες (τυλώματα, υποβιταμινώσεις κλπ.), και η ιδιοσυστατική κ. (χρόνια κ. και κίρρωση), που οφείλεται στην επίδραση συγγενών και επίκτητων παραγόντων μαζί. Η ακτινική κ., η οποία αποδίδεται στην υπερβολική έκθεση στις υπεριώδεις ακτίνες του ηλίου, απαιτεί άμεση ιατρική διερεύνηση, γιατί οι βλάβες μπορεί να εξελιχθούν σε δερματικό καρκίνωμα εκ πλακώδους επιθηλίου.
Dictionary of Greek. 2013.